Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Η ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤΟ ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟ

Η ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤΟ ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟ
23/11/2011
 Για την ομορφιά των σερβικών μοναστηριών στο Κοσσυφοπέδιο έχουν γραφτεί πολλά βιβλία, πολλά απ’αυτά τα μοναστήρια έχουν καταχωρηθεί στον κατάλογο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ. Το Κοσσυφοπέδιο αποτελεί το θησαυροφυλάκιο της σερβικής πνευματικότητας, και παρά το γεγονός ότι οι Αλβανοί έβαλαν, πολλές φορές, φωτιά στα σερβικά μοναστήρια και τις εκκλησίες, και, επίσης, τα κατάστρεφαν. Πέραν από τα περιβόητα μοναστήρια Visoki Dečani, Παναγία Θεοτόκος Λιεβίσης, Πατριαρχείο Ιπεκίου, υπάρχουν και πολυάριθμα άλλα, λιγότερο γνωστά σερβικά μοναστήρια στο Κοσσυφοπέδιο, στα οποία ζουν ακόμα και σήμερα μοναχοί, βιώνοντας την τύχη του εκεί σερβικού λαού, υποδέχοντας εγκάρδια όλους τους επισκέπτες, άσχετα από το θρήσκευμα, την εθνικότητα και τις πολιτικές πεποιθήσεις τους. Τα σερβικά μοναστήρια του Κοσσυφοπεδίου περιηγήθηκε η δημοσιογράφος Ljiljana Sinđelić Nikolić.

Από τη νότια σερβική επαρχία της Ράσκας ακολουθούμε έναν ορεινό, στενό και μη ασφαλτόστρωτο δρόμο προς το Κοσσυφοπέδιο, τον οποίο χρησιμοποιούν οι Σέρβοι μετά τον αποκλεισμό των συνοριακών διαβάσεων στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο. Σύντομα αντικρύζουμε  το ηλιόλουστο μοναστήρι Vračevo. Μας υποδέχεται ο χαμογελαστός πατήρ Σοφρόνιος: «Περάστε στον ξενώνα να ζεσταθείτε, να πιείτε έναν καφέ, τσάι ή κρασί». Εμείς λέμε πως επιθυμούμε να τραβήξουμε φωτογραφίες αυτής της μικρής αλλά όμορφης εκκλησίας, που ανακαινίστηκε πριν μερικά χρόνια, και επίσης να επισκεφθούμε τους παλιούς τάφους, που μαρτυρούν ότι οι Σέρβοι ζούσαν στο χώρο αυτό από ανέκαθεν και προσευχόταν στο Θεό. Ο μοναχός Σοφρόνιος πήγε να φτιάξει ένα τσάι, λέγοντας πως η πόρτα της εκκλησίας είναι ξεκλειδωμένη, ότι μπορούμε να μπούμε μέσα μόνοι μας, επειδή αυτή η εκκλησία είναι και δικό μας σπίτι. Μπαίνουμε μέσα και βλέπουμε ένα σήμανδρο πλάι στην πόρτα της εισόδου,  διάφορα εκκλησιαστικά σκεύη και το πανέμορφο εικονοστάσιο. Καθώς πίνουμε το τσάι και δοκιμάζουμε το σπιτίσιο κρασί, ο πατήρ Σοφρόνιος λέει ότι στο μοναστήρι ζουν τέσσερις μοναχοί που προσεύχονται αδιαλείπτως, τελούν Θείες Λειτουργίες, φτιάχνουν διάφορα κεριά, φροντίζουν το μοναστήρι, υποδέχονται ευγενικά τους επισκέπτες...Όμως, εμείς βιαστήκαμε, με σκοπό να φτάσουμε, πριν το σκοτάδι, στον πατέρα Ιωάννη, στον τόπο Ceraljska reka, ο οποίος ζει μέσα στο δάσος, χωρίς ρεύμα και νερό. Όταν μας είδε από μακριά, άρχισε να φωνάζει χαμογελαστός: «Ελάτε να φάμε, σίγουρα πεινάτε, έχετε κάνει μακρινό ταξίδι“. Ζητάμε απ’αυτόν να μας πει την ιστορία για το σπιτάκι του. Το σπίτι στο οποίο ζει ο π. Ιωάννης είναι μικρό, όμως, η ατμόσφαιρα είναι ζεστή, στους τοίχους υπάρχουν εικόνες αγίων, και πλάι στο κρεβάτι υπάρχει ένα κρεμασμένο κουμπολόι του. «Επιθυμούσα να με στείλει εδώ ο επίσκοπος Αθανάσιος, κι έτσι έγινε τελικά. Ο επίσκοπος ερχόταν εδώ δύο φορές να με δει»,- μας διηγείται ο π. Ιωάννης. Πλάι μας κάθεται και ο θείος Branko, που έρχεται συχνά από το παραπλήσιο χωριό να βοηθήσει τον πατέρα Ιωάννη. Δείχνει σε μας τα τριγύρω βουνά και τις κορφές, και, επίσης, και τα σπίτια των αλβανικών χωριών. Λέει πως κάποτε οι κάτοικοι αυτής της περιοχής ζούσαν ειρηνικά, αναφέρει και έναν φίλο του Αλβανό, γιατρό, ο οποίος τώρα ζει στην Πρίστινα, τον οποίο έχει πολύ καιρό να δει, και ελπίζει πως οι δυο τους είναι ακόμα φίλοι. Καθώς μιλάει, στο μάγουλό του κατρακιλούν δάκρυα.

Την επόμενη μέρα φτάσαμε στο μοναστήρι Banjska, όπου μας υποδέχθηκε ο ηγούμενος, π. Δανιήλ. Φτάσαμε εκεί, όμως, μας πρόλαβε το σκοτάδι, επειδή σ’αυτές τις ορεινές περιοχές του Κοσσυφοπεδίου σχεδόν δεν υπάρχει ρεύμα. Θέλαμε να μάθουμε περισσότερα πράγματα για αυτό το παλιό σερβικό μοναστήρι, το οποίο έκτισε ο Σέρβος βασιλιάς Μιλούτιν ακόμα κατά τον 14ο αιώνα. Η φωνή του πατέρα Δανιήλ μας μαγεύει, καθώς ο ίδιος μιλάει για την ένδοξη ιστορία αυτού του μοναστηριού, το οποίο επισκέπτονται τακτικά πολυάριθμοι πιστοί, κυρίως Σέρβοι από το Κοσσυφοπέδιο, για τους οποίους το μοναστήρι Μπάνσκα και τα άλλα σερβικά μοναστήρια αποτελούν το έρισμα, το στήριγμα να αντέξουν όλα τα δεινά και να διατηρηθούν και παραπέρα στις εστίες τους, με την ελπίδα ότι κάποια μέρα τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα.

Την τρίτη μέρα του ταξιδιού μας επισκεφθήκαμε το μοναστήρι Sokolica, όπου μας υποδέχθηκε η ηγουμένη Μακαρία με τις αδελφές. Το μοναστήρι βρίσκεται ψηλά στα βουνά, και σε μια κορυφή, όπου οι γέρακες στήνουν τις φωλιές τους, βρίσκεται αυτό το μοναστήρι (η λέξη soko στα σερβικά σημαίνει ‘γεράκι’). Η μητέρα Μακαρία, διακεκριμένος εικονογράφος, που μιλάει πολλές ξένες γλώσσες, μας μαγεύει με την αδιάλλακτη πίστη της και με το θάρρος της, που συνέβαλαν ώστε να υπερασπίσει αυτή, κατά τα περασμένα χρόνια, όχι μόνο τις αδελφές και το μοναστήρι, αλλά και τις μοναχές άλλων μοναστηριών, και, επίσης, να προστατέψει τους απλούς Σέρβους πολίτες. Η μητέρα Μακαρία μιλάει για τον συνταγμάταρχη των δυνάμεων Kfor, Adolf Konrad, ο οποίος ήρθε να τη γνωρίσει από κοντά. Έλεγε στον συνταγματάρχη πως η ίδια διατηρεί αγαθές σχέσεις με τους γειτόνους – Αλβανούς, ότι μιλάει μερικές γλώσσες αλλά ότι μέσα στην καρδιά της πάντα υπάρχει μόνο μία γλώσσα – η σερβική. Λέει σ’αυτόν ότι οι εκεί Σέρβοι ζουν δύσκολα, ότι είναι και παραπέρα θύματα των επιθέσεων των Αλβανών, και ότι για τα εγκλήματα σε βάρος των Σέρβων ποτέ δεν ανακαλύπτονται οι δράστες και οι ένοχοι. Ο συνταγματάρχης λέει ότι σαν άνθρωπος δείχνει συμπάθεια και συμπονια, αλλά ότι σαν αξιωματικός των δυνάμεων Kfor αυτός σκέπτεται διαφορετικά, και λέει πως είναι έμπειρος αξιωματικός, που διατέλεσε στρατιώτης σε πολλές κρίσιμες περιοχές – στην Ερύθραια, στο Λίβανο, στην Ιερουσαλήμ, και η μητέρα Μακαρία τον διακόπτει και τον ρωτάει: «Και πότε ήσασταν στο σπίτι σας, συνταγματάρχη;» Η μητέρα Μακαρία λέει, στη συνέχεια, πως στο μοναστήρι Σοκόλιτσα έρχονται πολλοί πιστοί, ακόμα και στρατιώτες, Έλληνες, Δανοί, Ρώσοι, ότι έρχονται εδώ και Αλβανοί, και ότι αυτή τους καλωσορίζει όλους. Αφήσαμε τη μητέρα Μακαρία, η οποία συνέχισε να ασχολείται με γράψιμο μιας μονογραφίας για αυτόν τον σερβικό ιερό ναό, με σκοπό να εξηγήσει την ιστορία του, να μην εμφανιστούν, τυχόν, κείμενα στις αλβανικές εφημερίδες ότι τα σερβικά μοναστήρια του Κοσσυφοπεδίου έκτισαν, δήθεν, Αλβανοί, και να μη γράψουν πως τα σερβικά μοναστήρια στο Κοσσυφοπέδιο είναι ‘κοσοβάρικα’ και ότι είναι μέρος κάποιας ‘πολιτιστικής κληρονομιάς του Κοσόβου’.

Κατεβαίνουμε από το βουνό και πορευόμαστε προς το πανέμορφο μοναστήρι Sočanica, δίπλα στο ομόνυμο χωριό, που βυθίζεται μέσα στην παρθένα φύση και στη φθινοπωρινή γαλήνη. Οι στολισμένες πύλες των αυλών του χωριού μας λένε πως πρόσφατα στο χωριό είχανε γάμο, τα σπίτια ανακαινίζονται, κτίζονται νέα, τα παιδιά πάνε σχολείο – και όλα αυτά μαρτυρούν ότι οι Σέρβοι είναι αποφασισμένοι να μείνουν στις εστίες τους εδώ στο Κοσσυφοπέδιο, άσχετα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά. Μας υποδέχεται ο νεαρός π. Ιουστίνος, και δείχνει έκπληκτος όταν τον ρωτάμε αν φοβάται, επειδή λέει πως ούτε καν σκέφτεται ποτέ τον φόβο. Στον τοίχο του δωματίου βρίσκεται ένα μεγάλο ρολόι, όμως, οι δείκτες του δείχνουν την καλοκαιρινή ώρα, δηλαδή οι δείκτες δεν είχαν μετακινηθεί μια ώρα πιο πίσω, όπως πρέπει να γίνει το φθινόπωρο και το χειμώνα, με τη μέτρηση του χρόνου. «Εμείς δεν κοιτάζουμε το ρολόι»,- λέει χαμογελαστός ο π. Ιουστίνος. Εδώ θυμώμαστε τα λόγια της μητέρας Μακαρίας, ότι ένας μοναχός βρίσκεται μακριά από τον επίγειο κόσμο, όμως αυτός ζει μέσα σ’αυτόν τον κόσμο, αυτός αναπνέει τον αέρα αυτού του κόσμου, επιθυμώντας να τον εμπνεύσει με Θείο Πνεύμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου